Οι παράνομοι έρωτες, περπατάνε ξυπόλητοι
Καμία σκέψη, καμία ενοχή. Στο μυαλό υπάρχει σκοτάδι, το απόλυτο κενό, το απόλυτο τίποτα. Μόνο δυο κορμιά ενωμένα, με πάθος που δεν ξεκολλάνε. Μόνο αυτό έχουν. Μόνο αυτή η στιγμή τους ενώνει πραγματικά. Μια στιγμούλα και μετά το τίποτα.
Δυο ξένοι για τους έξω, δυο άγνωστοί που κατά βάθος είναι πολύ γνωστοί. Δυο κορμιά γυμνά που προσπαθούν να σβήσουν πάθη και λάθη μεταξύ τους, να μετράνε πόνους και φόβους σε ανακατωμένα μαλλιά και κραυγές.
Δυνατές κραυγές που βγάζουν αγανάκτηση. Αγανάκτηση για τη ζωή τους, για την κατάντια τους, για τη στέρηση τους για ζωή. Δυο ζευγάρια πατούσες δίχως παπούτσια να μπλέκονται ανάμεσα σε εσώρουχα και σεντόνια. Και έξω από εκείνη την πόρτα, σοβαροί, μετρημένοι και πιστοί.
Πιστοί στους ανθρώπους που γυρνάνε, πιστοί στα έργα και στις δουλειές τους . Όμως κάθε βράδυ η απόλυτη κόλαση αναμεμειγμένη με λίγο παράδεισο. Μια ανάσα σε μια ασφυκτική ζωή.
Οι παράνομοι έρωτες δεν γεννιούνται από τύχη. Αγκαλιάζουν ψυχές και υπάρχουν. Γίνονται χωρίς σκέψη και δεν γεννάνε όνειρα..
Διεκδικούν, φωνάζουν, κλαίνε και παθιάζονται. Μα δεν αγαπούν και δεν αγαπιούνται. Δεν ονειρεύονται παρέα. Βγάζουν πόνο, δυστυχία μα όχι έρωτα, όχι ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ.
Οι παράνομοι έρωτες περπατάνε ξυπόλητοι, πατάνε αγκάθια και λάσπες, συγχωρούν τους άλλους αλλά όχι τους εαυτούς τους. Θέλουν να φωνάξουν, μα πνίγονται, σου λένε πως στις ζωές τους δυστύχησαν μα δεν τους ακούς.
Μόνο κρίνεις, κατακρίνεις και τους καταδικάζεις.
Καταδικάζεις μια στιγμή που έχουν για να ξεχάσουν τα προβλήματα τους. Κατακρίνεις τις στιγμές που ζητάνε λίγο παράδεισο.
Οι παράνομοι έρωτες περπατάνε ξυπόλητοι γιατί κανένας από τους κριτές δεν ξέρει ποια παπούτσια να τους δώσει να φορέσουν!