Έψαχνε μιά διαφυγή
Καθόταν και διάβαζε απορροφημένη
τις σελίδες του βιβλίου
που κρατούσε στα χέρια της.
Ταξιδεύοντας στη ρωγμή του χρόνου.
Καθόταν και διάβαζε απορροφημένη
τις σελίδες του βιβλίου
που κρατούσε στα χέρια της.
Ταξιδεύοντας στη ρωγμή του χρόνου.
Έψαχνε μιά διαφυγή απ’ όλα.
Τα ίδια και τα ίδια συνέχεια
έκαναν κύκλο στη ζωή της.
Κάτι χαμόγελα ξεφτισμένα
και κάτι σ’αγαπώ νοτισμένα
από στάλες δακρύων.
Κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο
κι είδε τη ζωή να τρέχει με χίλια.
Ήξερε και ήθελε πάντα
να φουμάρει τις στιγμές.
Άφιλτρο τσιγάρο στα χείλη της
που το ρουφούσε μονορούφι.
Ένιωθε το ταξίδι του καπνού
μέσα της.
Έφτιαχνε τότε ένα καφεδάκι
και έβγαινε στο μπαλκόνι
να δει τη χαραυγή.
Ή ώρα που ξεδίπλωνε ο ήλιος
τις αχτίδες του και φώτιζε τον κόσμο
ήταν η αγαπημένη της.
Έστριβε τότε το τσιγαράκι της
και κάπνιζε τους καημούς της.
Ξεφυσούσε που και που
για να διώχνει τη λύπη.
Έσφιγγε τα χέρια της γύρω της
και σκεφτόταν φωναχτά.
Μόνο εσένα έχω καρδιά μου…
Και χάιδευε το κορμί της
ν’ απαλύνει το ρίγος της μοναξιάς της.
Της άρεσαν οι αγκαλιές.
Ένιωθε τις καρδιές των ανθρώπων
να χτυπούν κοντά στη δική της.
Σε φέρνει πιό κοντά μιά αγκαλιά.
Όποτε της έλειπε λοιπόν…
έσφιγγε τα χέρια γύρω της
και αγκάλιαζε το σώμα της.
Κοιτούσε την ανατολή
και χαιρόταν τις στιγμές
για όσο εκείνες διαρκούσαν .
Γιώτα Κλουτσούνη. 💋.
Τα ίδια και τα ίδια συνέχεια
έκαναν κύκλο στη ζωή της.
Κάτι χαμόγελα ξεφτισμένα
και κάτι σ’αγαπώ νοτισμένα
από στάλες δακρύων.
Κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο
κι είδε τη ζωή να τρέχει με χίλια.
Ήξερε και ήθελε πάντα
να φουμάρει τις στιγμές.
Άφιλτρο τσιγάρο στα χείλη της
που το ρουφούσε μονορούφι.
Ένιωθε το ταξίδι του καπνού
μέσα της.
Έφτιαχνε τότε ένα καφεδάκι
και έβγαινε στο μπαλκόνι
να δει τη χαραυγή.
Ή ώρα που ξεδίπλωνε ο ήλιος
τις αχτίδες του και φώτιζε τον κόσμο
ήταν η αγαπημένη της.
Έστριβε τότε το τσιγαράκι της
και κάπνιζε τους καημούς της.
Ξεφυσούσε που και που
για να διώχνει τη λύπη.
Έσφιγγε τα χέρια της γύρω της
και σκεφτόταν φωναχτά.
Μόνο εσένα έχω καρδιά μου…
Και χάιδευε το κορμί της
ν’ απαλύνει το ρίγος της μοναξιάς της.
Της άρεσαν οι αγκαλιές.
Ένιωθε τις καρδιές των ανθρώπων
να χτυπούν κοντά στη δική της.
Σε φέρνει πιό κοντά μιά αγκαλιά.
Όποτε της έλειπε λοιπόν…
έσφιγγε τα χέρια γύρω της
και αγκάλιαζε το σώμα της.
Κοιτούσε την ανατολή
και χαιρόταν τις στιγμές
για όσο εκείνες διαρκούσαν .
Γιώτα Κλουτσούνη.