Το παραμύθι μου.
Το παραμύθι μου.
Σαν παραμύθι μιά ιστορία θα σας πω.
Μικρή σαν ήμουνα και πήγαινα σχολειό.
Ήμουν ατίθαση και έψαχνα φευγιό.
Μετά στη δούλεψη κρυφά απ’ τ’αφεντικό.
Έτρεχα σε πορείες γιά καλό σκοπό.
Μετά παντρεύτηκα με προξενιό.
Παιδιά απέκτησα και στράφηκα σ’ αυτό.
Μαζί τους έπαιζα και πήγαινα σχολειό.
Κι ότι δεν ήξερα το έμαθα επί δυό.
Με την αγάπη μου και μες στην αγκαλιά.
Εκείνα έβγαλαν και άνοιξαν φτερά.
Μετά μου έφυγαν και πέταξαν μακριά.
Κι έμεινα μόνη μου και με πληγή βαθιά.
Μάνα όμως ήμουνα κι έκανα υπομονή.
Κι ότι κι άν έλεγαν δεν ρώταγα γιατί.
Μονάχα έκλαιγα και ήξερα καλά.
Πόσο τ’αγάπαγα, μ’αγάπαγαν κι αυτά.
Ύστερα οι μέρες μου ήταν πιά νεκρές.
Άδεια η ζωή με λιγοστές στιγμές.
Μόνο οι φίλοι μου με γέμιζαν χαρά.
Κι έδιναν νόημα σε μιά μισή καρδιά.
Γράφτηκα κιόλας σε μιά μικρή σχολή.
Που ένωνε στίχους με τη μουσική.
Εκεί ένας κόσμος άνοιγε ξανά.
Κένταγε ρίμες και χρυσά φτερά.
Η αγάπη, ο έρωτας πρώτα στη σειρά.
Μετά η θάλασσα τ’ ανοιχτά πανιά.
Έτσι αγάπησα, στ’Αυγούστου μιά βραδιά.
Τα δυό του μάτια που μου ‘βαλαν φωτιά.
Και από τότε ώς τώρα και μετά.
Καίγομαι, πνίγομαι σε μία κουταλιά.
Ύστερα η ζήλια μου’κοψε τα φτερά.
Χολή με πότισε κι έδιωξε τη χαρά.
Κι όσο κι άν ήθελα να ζήσω τη στιγμή.
Ένα για πάντα με κράταγε εκεί.
Μα εγώ που ήθελα να φεύγω, να πετώ.
Ένοιωθα δέσμια και πόναγε αυτό.
Έτσι μιά μέρα η αγάπη πριν χαθεί.
Έφυγα κι άφησα πίσω μου το κλουβί.
Γιατί εγώ έμαθα η αγάπη η αληθινή.
Δεν φυλακίζεται κι ελεύθερη έξω ζει.
Εκπλήξεις έχει η ζωή μας κι άν το θες.
Κι εσύ θα ζήσεις πολλές από αυτές.
Αρκεί να θέλεις και να χαμογελάς.
Μακριά από μίζερα και φθονερά να πας.
Βάλε φτερά και πέτα κι όπου βγει.
Αρκεί ν’ αξίζει, να είναι επιλογή.
Έτσι τελειώνει το παραμύθι αυτό.
Και ποιός να ξέρει άν ειν’ αληθινό;
Δεκέμβρης ’19
Γιώτα Κλουτσούνη-Παπαδάκη