ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΜΟΥ ΗΛΙΚΙΑΣ
Το Τaλκ ζήτησε από αγαπημένους φίλους του να ξαναθυμηθούν τo Πάσχα της παιδικής τους ηλικίας και να μοιραστούν μαζί μας τις πιο ξεχωριστές αναμνήσεις τους. Ας δούμε τι μας είπαν η Φώφη Τσεσμελή, ο Μάνος Κοντολέων, η Sadahzinia (Γιολάντα Τσιαμπόκαλου), η Μάρω Βαμβουνάκη και ο Άρης Δημοκίδης.
Πάσχα του… 1821, στο Καρλόβασι Σάμου, εγώ τριών ετών. Γενικά ήταν μια γιορτή που τιμούσαμε πολύ οικογενειακά, συν-τηρώντας τις παραδόσεις του νησιού και η οποία κατέληγε σε επικό τσιμπούσι από το οποίο δεν έλειπε κανείς.
Εκείνη την χρονιά, λοιπόν, ο παππούς μου ο Παναγιώτης έφερε στο σπίτι ένα κατσικάκι. Ζωντανό. Ολοζώντανο και χαρωπό. Πίσω από το οίκημα υπήρχε ένας μεγάλος κήπος και δύο χώροι που θύμιζαν μικρούς σταύλους, όπου εγκαταστάθηκε με μεγάλη ευχαρίστηση το κατσίκι. Εγώ, σε παροξυσμό: της βρήκα αμέσως όνομα, η «Ασπρούλα», την τάιζα ευλαβικά με μπουκάλι μπύρας που είχαμε κάνει μπιμπερό, έπαιζα μαζί της, της μιλούσα, πηγαίναμε βόλτες στο διπλανό χωράφι, θυμάμαι έντονα πως αδημονούσα να ξημερώσει, ώστε να βρεθώ κοντά της. Θα μπορούσα να πω άνετα πως εκείνον τον Απρίλη και στα 3 μου χρόνια είχα βρει το νόημα της ζωής μου κι αυτό ήταν η Ασπρούλα.
Τη Μεγάλη Εβδομάδα πήραμε φιλμ Κόντακ και φωτογραφήθηκα κατά συρροή μαζί της σε άπειρες πόζες, με αγαπημένη αυτή που την έχω αγκαλιά. Βγήκαμε και οικογενειακώς μια φωτογραφία, η Ασπρούλα στο κέντρο, εγώ να την ταΐζω με το μπιμπερό και όλοι οι υπόλοιποι περήφανοι και χαμογελαστοί γύρω από το ζαβό παιδάκι που αγαπά τα ζώα.
Λίγες μέρες πριν το Πάσχα, όμως, η Ασπρούλα εξαφανίστηκε. Στις ερωτήσεις γεμάτες απόγνωση και αγωνία που απηύθυνα στους γονείς, στον παππού και στη γιαγιά, η απάντηση ήταν κάπως ενοχική –τώρα που το ξανασκέφτομαι- «η Ασπρούλα πήγε να δει τη μαμά της». Οι ερωτήσεις μου όλο και πιο έντονες, οι απαντήσεις όλο και πιο λίγες. «Δεν ήξεραν πού μένει η μαμά της, ώστε να την επισκεφτώ». «Έχει άλλο μπιμπερό στο σπίτι της». Τις απαντήσεις διαδέχονταν ξαφνικά υπερβολικά πολλά χάδια και φιλιά στο κεφάλι «μα, πόσο καλό κορίτσι ήμουν!».
Κυριακή του Πάσχα, το γνωστό υπερθέαμα φαγητού και γλυκών, με κεντρικό πιάτο το παραδοσιακό Σαμιώτικο γεμιστό κατσίκι. Κάτι δε μου καθόταν καλά… Γώνιασα τη γιαγιά μου πάνω από το ταψί την ώρα που σέρβιρε και άρχισα να τη βομβαρδίζω με ερωτήσεις για την Ασπρούλα. Σε κάποια φάση, γυρνάει αισθητά εκνευρισμένη με αρκετή ενοχή και μου λέει «μας έπρηξες, πια, να τη η Ασπρούλα!», δείχνοντάς μου το μενού της ημέρας.
Εντάξει… δεν ξέρω αν έχω κλάψει πιο πολύ στη ζωή μου. Ένιωθα ότι πονούσε όλο μου το κορμί. Αρνήθηκα να πάω στο τραπέζι, με λυγμούς τους έλεγα να μην τρώνε την Ασπρούλα και πέρασα όλη την υπόλοιπη μέρα άφαγη, απαρηγόρητη, κλαίγοντας ασταμάτητα κάτω από το τραπέζι.
Ε, μέχρι και σήμερα που μιλάμε, δεν το πολυσυμπαθώ το Πάσχα. Δεν τρελαίνομαι για το γενικότερο δρώμενο, δεν έχω και ιδιαίτερη όρεξη να φάω, την Κυριακή πάντα νιώθω μια ανεξήγητη θλίψη. Μεγαλώνοντας, το απέδωσα εντέχνως στο γενικότερο vibe της Μ. Εβδομάδας…
Η Φώφη Τσεσμελή είναι DJ.
Μανάρι, του Μάνου Κοντολέων
Όταν ήμουνα στη μέση της Α’ Δημοτικού, ο πατέρας μου έμεινε άνεργος και έτσι αποφασίστηκε όλη η οικογένεια να μετακομίσει στο πατρικό σπίτι, στο χωριό. Θα ζούσαμε από τις ελιές και από κάποια μποστάνια. Μας υποδέχτηκαν τα χιόνια -τέλος Φλεβάρη ήταν- κι εγώ έφτιαξα ένα χιονάνθρωπο. Αλλά τα χιόνια γρήγορα λιώσαν… Και οι νέοι συμμαθητές με βλέπανε με δυσπιστία- ο πρωτευουσιάνος!
Έτσι περνούσα τα απογεύματα παίζοντας με τα στρατιωτάκια μου. Είχα την ελπίδα πως το Πάσχα θα κάναμε σύντομο ταξιδάκι στην παλιά μας γειτονιά, αλλά άκουσα τον πατέρα μου να λέει πως την άνοιξη τα μποστάνια θέλουν φροντίδα κι έτσι…
Κι έτσι η ελπίδα έγινε… Ελπίδα -στη διπλανή αυλή εμφανίστηκε ένα αρνάκι. Χαράματα ακούστηκε το κελαριστό «μπεεε…» κι εγώ έτρεξα να χτυπήσω την γειτονική πόρτα. Ο Πασχάλης, που μου άνοιξε, με πέρναγε δυο κεφάλια και δέκα χρόνια. «Έμπα να δεις το μανάρι!» με προσκάλεσε. «Για τη γιορτή μου μας το στείλανε…»
Από τη πρώτη στιγμή που αντίκρισα το ζωντανό, το λάτρεψα. Κι εκείνο με κοίταζε με ένα βλέμμα… Όλο προσμονή! Και το είπα Ελπίδα. Και κάθε μέρα το έπαιρνα να βοσκήσει στα γύρω λιβάδια. Του πέρασα γύρω από το λαιμό και μια πράσινη κορδέλα. «Πιτσιρίκο, στο κούτελο να του ‘βαζες μια κόκκινη πινελιά!» γέλαγε ο Πασχάλης. Μα εγώ προτιμούσα το πράσινο χρώμα. Το χρώμα της ελπίδας είχα ακούσει πως ήταν.
Και -Μεγάλη Εβδομάδα πια- ζήτησα από τη μητέρα μου να βάψει όχι μόνο κόκκινα τα αβγά, αλλά και πράσινα. Τη Μεγάλη Πέμπτη ζύμωσε η μητέρα και κουλούρια. Και το επόμενο πρωί -Μεγάλη Παρασκευή- πήρα ένα για να το δώσω στην Ελπίδα. Στη γειτονική αυλή, κάτι -μα τι ήταν αυτό;- κρεμότανε από ένα κλαρί. Ολόγυρα μύγες πετούσαν. Στο χώμα, κόκκινες κηλίδες και τούφες ολόλευκες… «Έλα μεθαύριο, το Πάσχα που γιορτάζω… Θα βοηθήσεις κι εσύ στο ψήσιμο; Έτσι δεν είναι;» μου είπε ο Πασχάλης καθώς έβγαζε από πάνω του μια ματωμένη ποδιά.
Λοιπόν… Έχουν από τότε περάσει χρόνια. Πολλά. Η αγαπημένη μου γιορτή -το δηλώνω, από τότε- είναι τα Χριστούγεννα.
O Mάνος Kοντολέων, συγγραφέας και μεταφραστής, ασχολείται με όλα τα είδη του πεζού λόγου: μυθιστόρημα, νουβέλα, διήγημα, παραμύθι και δοκίμιο. Τα περισσότερα από τα πάνω από 60 βιβλία του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πατάκη.
Τσέρνομπιλ, της Γιολάντας Τσιαμπόκαλου
Όλα τα Πάσχα της παιδικής μου ηλικίας μυρίζουν αγιοκέρι και φρέσκο αέρα. Η άνοιξη ξεχειλίζει σε κάθε ανάμνηση. Ωστόσο, παρ’ όλη την ευωδιά, είναι επώδυνο αυτό το πισωγύρισμα. Σχεδόν όλοι πια λείπουν. Και το μόνο παρήγορο είναι αυτό το χρωματιστό φόντο πίσω τους καθώς τους σκέφτομαι με φουντωμένα τα χορτάρια και χιλιάδες παπαρούνες και μαργαρίτες να τους πλαισιώνουν.
Όταν ήμουν μικρή περνούσα κάποια Πάσχα στην Βαλαώρα Ευρυτανίας, στο χωριό του μπαμπά. Απομονωμένο, αν και με αρκετούς κατοίκους, τριγυρισμένο από βουνά, νερά που έτρεχαν μόλις σκάλιζες ελαφρά το έδαφος, τη λίμνη των Κρεμαστών και ζώα. Άγρια άλογα, γελάδια και ανίδεα κοπάδια με κατσίκια…
Το Πάσχα του 1986, που έγινε το πυρηνικό ατύχημα στο Τσέρνομπιλ ήμουν εκεί. Στην τηλεόραση συνέστηναν να μην κυκλοφορούμε εκτός σπιτιού άσκοπα ώστε να μην έρθουμε σε επαφή με το επικίνδυνο τοξικό νέφος που είχε εκλυθεί στην ατμόσφαιρα, αν και σε τόσο μακρινή απόσταση. Όμως, στα χωριά του Βάλτου δεν έπιανε καλά το σήμα της ΕΡΤ και ποιος ήξερε τότε απ’ τους μεγάλους τέτοια πράγματα να μας συμβουλέψει; Εγώ μικράκι, εννιά χρονών, έπαιζα όλη μέρα στην ύπαιθρο με ένα τσούρμο ξαδέρφια. Κυλιόμουν στα χορτάρια των Αγράφων κι έφτιαχνα μπουκετάκια με χαμομήλι και αγριολούλουδα. Το παιχνίδι μας ήταν αυτή η επαφή με τη φύση, ειδικά σε αυτά τα πιο απομονωμένα μέρη που δεν υπήρχαν ούτε ποδήλατα ούτε παιδικές χαρές, είχαμε μόνο καμιά μπάλα – φουσκωμένη αν ήμασταν τυχεροί – και ο ένας τον άλλο. Αυτού του είδους το παιχνίδι, η καλύτερη μου! Μάθαινα από εκείνα τα ντόπια πιτσιρίκια – πρωτοξάδερφα κυρίως– τι είναι η αυτονομία, και η εφευρετικότητα. Παρατηρούσαμε τις μέλισσες, και τα χέρια μας –έτσι γεμάτα γύρη – τα τρίβαμε στα μάτια… Αν το τοξικό νέφος είχε περάσει την οροσειρά της Πίνδου, και είχε χωθεί στα νερά του Αχελώου – που φυσικά δεν υπήρχε κάτι να το εμποδίσει – ήμασταν «χαμένοι»…
Σε παρόμοια κατάσταση, τα κατσικάκια που είχαν φάει και λουστεί μπόλικο τοξικό νέφος και επιπλέον αργότερα θα κατέληγαν χάριν του εθίμου στη σούβλα. Όλα λάθος. Λάθος κι η σφαγή των αμνών. Τη μια στιγμή μας άφηναν να παίζουμε με τα νεογέννητα, να τ’ αγκαλιάζουμε και να τα ταΐζουμε με το μπιμπερό και την άλλη στιγμή χρατς! Μπροστά στα μάτια μας τα έσφαζαν. Πού να πάει μπουκιά κάτω… Τα δε ξαδέλφια μου –με πατέρα βοσκό– από τότε ως τώρα είναι vegetarian. Αν μη τι άλλο, το τοξικό νέφος δεν το γευτήκαμε. Μονάχα στην επιστροφή, στα διόδια, μας σκανάρανε έναν έναν με κάτι μηχανήματα σαν λαμπάδες, μακρουλά, φορητά και πρωτόγνωρα για εμάς τότε. Μάλλον ήθελαν να δουν τα επίπεδα της ραδιενέργειας πάνω μας. Οι ενήλικες που επέστρεφαν απ’ τα χωριά τους είχαν νορμάλ ενδείξεις. Όλων των παιδιών όμως οι ενδείξεις ανεβοκατέβαιναν στα κόκκινα. Τόσο παιχνίδι. Τόση ξενοιασιά. Τόση τοξικότητα… Σε καλό μας.
Η Γιολάντα Τσιαμπόκαλου γράφει παραμύθια για παιδιά που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Η Sadahzinia είναι μέλος του μουσικού συγκροτήματος των Active Member.
Σκηνές κι αρώματα από τα πασχαλινά Χανιά, της Μάρως Βαμβουνάκη
Στα παιδικά μου χρόνια, η δόξα των Χανίων ήταν οι μέρες των Παθών ως την Ανάσταση. Ποτέ άλλοτε οι ευωδιές των λουλουδιών δεν ήταν έτσι δυνατές στα ρόδα τα άγρια και στις ήμερες τριανταφυλλιές, στις βιολέτες, στα γαρίφαλα, στους ταπεινούς ψαρόγαλλους.
Από τους Επιτάφιους πάντα ξεχώριζε των Αγίων Αναργύρων, στο σοκάκι κοντά στην Αγορά. Στολισμένος νεραντζανθούς και λευκούς κρίνους σαν ψηλά δισκοπότηρα.
Η μητέρα μου δεν πήγαινε στην εκκλησία συχνά, προσευχόταν όμως και είχε τάμα να πηγαίνει στη Σταύρωση στεφάνι από άσπρα τριαντάφυλλα που παράγγελνε σε ανθοπωλείο. Πάντα το ίδιο. Το ακουμπούσε δακρυσμένη στα πόδια του Σταυρού και του περιβάλλοντος τους ουρανούς εν νεφέλαις.
Τα φαναράκια της Ανάστασης ήταν από διπλωμένο σαν ακορντεόν χαρτί, ζωγραφισμένο υπέροχα με σχέδια που θαύμαζα άμα τα άναβα στο σκοτάδι. Μια μαγική μέρα ανακάλυψα πως στα βιβλιοπωλεία πουλούν χαλκομανίες που κολλάς στα κόκκινα αυγά. Καλύτερες από τα φύλλα που η γιαγιά μου έδενε με τούλι όσο έβραζαν με ξύδι σε κόκκινη μπογιά.
Το σπίτι μύριζε ζυμάρι που φούσκωνε κάτω από ύφασμα για να πλαστεί σε τσουρέκια, κουτσούνες για εμάς τα παιδιά αφού είχαν το σχήμα κούκλας.
Τότε οι άνθρωποι ήταν πιο ποιητικοί, πιο έξυπνοι, έτρωγαν τσουρέκι μονάχα το Πάσχα, ντομάτες και παγωτά Όλυμπος μόνο το καλοκαίρι, γλυκό παβέ μόνο στα γενέθλια. Σέβονταν τα στάσιμα της ζωής και των αρωμάτων και ζούσαν ζωή πολύ πιο πλούσια από τις εποχές της ευημερίας.
Η Μάρω Βαμβουνάκη είναι πεζογράφος. Τα βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Μακάρι να μην είχαν σταματήσει ποτέ, του Άρη Δημοκίδη
Η μαμά μου είχε μαγαζί με είδη δώρων και από νωρίς γέμιζε το κατάστημα με χειροποίητες λαμπάδες που έφτιαχνε η ίδια και ήταν κομψές και εφευρετικές. Συνήθως τη Μεγάλη Εβδομάδα, που είχαμε διακοπές απ’ το σχολείο πήγαινα και βοηθούσα κι εγώ στο μαγαζί το οποίο γέμιζε με κόσμο.
Όταν πουλούσε και την τελευταία λαμπάδα φεύγαμε στην εξοχή οικογενειακώς και κάθε χρόνο γνώριζα διαφορετικά μέρη της Ελλάδας. Θυμάμαι τις Μηλιές Πηλίου, τους Ψαράδες στις Πρέσπες, τα Νικολέικα στην Πελοπόννησο, τη Χανιώτη στη Χαλκιδική.
Έχω υπέροχες αναμνήσεις εκτός από τότε που συνέβη το ατύχημα στο Τσερνομπίλ και οι μεγάλοι ήταν έντρομοι και δε μας άφηναν να φάμε τίποτα, και από μια φορά που είχα ανεβάσει πολύ πυρετό και μετά η αδερφή μου μου είπε ότι όλο το βράδυ παραμιλούσα και έλεγα σαχλαμάρες.
Αυτό που μου λείπει πιο πολύ, τώρα που η μαμά μου δεν είναι στη ζωή, είναι κάτι απομεσήμερα την Κυριακή του Πάσχα που οι γονείς μας έπιναν κάνα ποτηράκι παραπάνω και τραγουδούσαν αγκαλιασμένοι, κι η αδερφή μου κι εγώ ντρεπόμασταν και τους λέγαμε να σταματήσουν. Μακάρι να μην είχαν σταματήσει ποτέ.
Ο Άρης Δημοκίδης είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Η σειρά βιβλίων του για παιδιά «Οι αόρατοι ρεπόρτερ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
talc.gr