ΠΑΜΕ ΝΑ ΦΥΓΟΥΜΕ…
Πολύ γκρίζο γύρω μας. Πολύ. Δεν είμαστε εμείς για τόση μουντάδα. Εμείς είμαστε για ήλιο και καλοκαιρίες. Εμείς θέλουμε να μας ξυπνάει ο ήλιος με το φως του μέσα από τις γρύλλιες, νωρίς κάθε πρωί και ας μην έχουμε χορτάσει ακόμη ύπνο. Θα μας χορταίνει η θέρμη του. Μάζεψτα να φύγουμε! Άρον άρον! Με ότι φοράς και άντε με ότι μπορείς να κρατήσεις. Μην κουβαλήσεις πολλά. Δεν χρειάζεται να έχουμε μαζί μας πολλά, από τον τόπο του γκρίζου που αφήνουμε πίσω. Θα μας τον θυμίζει και δεν θέλουμε. Πάμε γλυκό μου. Πάμε, με ότι φοράμε και θα ψωνίσουμε άλλα, καινούργια από τον τόπο τον ζεστό και φωτεινό, μόλις φθάσουμε. Θα σου πάρω ότι θέλεις! Ότι θέλεις!
Μην στεναχωριέσαι για τα άψυχα που σου ζητώ να αφήσεις πίσω. Θα είναι καλύτερα έτσι, θα με θυμηθείς. Πάρε μόνο αυτά που δεν θα μπορούσες με τίποτα να αποχωριστείς. Πόσα μπορεί να είναι αυτά?! Πόσα?! Να! Δες εμένα! Εγώ δεν θα πάρω τίποτα! Τίποτα! Μόνο εσένα…
Μου φτάνει και μου περισσεύει…
Πάμε να φύγουμε! Πάμε να πάρουμε το επόμενο πλοίο, το επόμενο καίκι και όπου μας βγάλει! Μόνο φως να έχει και σίγουρα θα είναι καλύτερα από δω. Αυτή η μουντάδα θα μας ποτίσει την ψυχή και δεν το θέλω. Θέλω φως! Θα κάτσουμε χέρι-χέρι στην άκρη του προβλήτα και θα περιμένουμε. Όσο χρειαστεί. Κάτι θα περάσει, δεν μπορεί! Δεν με νοιάζει ακόμη και αν πρέπει να πάρουμε βάρκα και να ταξιδέψουμε με 8 μποφόρ! Δεν με νοιάζει, αρκεί να αφήσουμε αυτή την στενάχωρη σκοτεινιά πίσω μας…
Γιατί βουρκώνεις? Φοβάσαι? Αλήθεια? Έλα γλυκό μου, μη φοβάσαι! Δεν θα πάθουμε τίποτα απολύτως! Μη φοβάσαι σου λέω. Δεν θα πνιγούμε. Θα πνιγούμε σίγουρα, αν μείνουμε κι άλλο εδώ… Αυτό το απέραντο γκρίζο θα μας σκοτώσει. Σιγά… γλυκά… και ύπουλα… χωρίς να το καταλάβουμε… Αργά αργά θα μας στάζει κάθε μέρα, τις δηλητηριώδεις σταγόνες της ρουτίνας. Της άθλιας ρουτίνας… Ένας τοξικός ορός καρφωμένος στη φλέβα της καρδιάς, που ασταμάτητα κάθε μέρα “τακ…τακ…τακ…” ρίχνει τις δηλητηριώδεις σταγόνες του…
Σταγόνες που διαβρώνουν και φέρνουν την αποξένωση με τον εαυτό μας και μετά την αποξένωση μεταξύ μας… Όχι, δεν θα του κάνουμε αυτή τη χάρη! Όχι εμείς!
Τις φλέβες της ψυχής μας, δεν θα τις αφήσουμε βορά στις δηλητηριώδεις σταγόνες της ρουτίνας… Κοίταξε τες… Χαμογελούν χαιρέκακα οι σιχαμένες και περιμένουν να στάξουν μέσα μας… Να μας κάνουν να χαθούμε μεταξύ μας, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι… Όχι! Όχι εμείς!
Γι’αυτό σου λέω… πάμε να φύγουμε…
Ναι?! Θέλεις και εσύ?! Ωραία! Πάμε μέχρι την άκρη του προβλήτα να κάτσουμε και να περιμένουμε. Δεν θα βαρεθείς. Θα σου κρατώ το χέρι… Πάμε…
Γιώργος Τοψης