Ένας υπέροχος άνθρωπος…
Ήταν ένας ασυμβίβαστος άνθρωπος, είχε την τρέλα ενός αλήτη,το χιούμορ ενός κωμικού,και μια καρδιά γεμάτη αγάπη.
Κάποιες φορες … είχε ενα θυμωμένο βλέμμα,σαν εκείνο των παιδιών,που σμίγουν τα φρύδια όταν τους αρνείσαι δεύτερο παγωτό.
Είχε όμως κι ένα τέλειο στόμα που όταν άνοιγε και χαμογελούσε έβλεπες ένα υπέροχο χαμόγελο.
Που γέμιζε την καρδιά όποιου το έβλεπε.
Κάθε φορά που θύμωνε έμοιαζε με φουρτουνιασμένη θάλασσα,που δε τη νοιάζει ποιον μπορεί να πνίξει…. ποιος μπορει να φοβηθεί βλέποντας τη έτσι τόσο θυμωμένη.
Όταν ηρεμούσε όμως μπορούσε με την ίδια παιδικότητα, αυτή που χαμογελούσε,να σε κάνει να γελάσεις με τον τρόπο που καταλάγιαζε επιτέλους.
Ναι δεν σήκωνε κουβέντα εκείνες τις στιγμές που είχε θυμωσει… δεν άκουγε καν οτι κι αν προσπαθούσε κανείς να του εξηγήσει… μα όταν ηρεμούσε μπορούσε να ξεχάσει ακόμη και γιατί είχε θυμώσει.
Και συνέχιζε να προσφέρει αγάπη όπως μόνο αυτός ήξερε,με τα γλυκά του λόγια.
Με την ματιά να στάζει αγάπη,και τη ζεστή του φωνή να γαληνεύει τα πάντα.
Η φωνή του ήταν τόσο ζεστή που μπορούσε να σε τραβήξει σαν σχοινί,να πιαστείς απο τις φράσεις του, μόνο εκείνος ήξερε να λέει αυτά που έπρεπε στην κατάλληλη στιγμή.
Όταν χαμογελούσε ο κόσμος έλαμπε,επειδή το χαμόγελο του ήταν τόσο αληθινό και το χάριζε με τόση αγάπη που πολύ τον ζήλευαν,δεν καταλάβαιναν την τόση καλοσύνη που έκρυβε μέσα του. Ίσως δεν την πίστευαν.
Είχε μια τέτοια δικαιοσύνη που και πάλι, κάνεις δε πίστευε πως το έκανε ανιδιοτελώς,θα μπορούσε να έρθει εναντίον και στους δικούς του ανθρώπους,αν δεν ήταν η αγάπη της συγγένειας που τον εμπόδιζε.
Και πάλι πολλές φορές το έκανε, γιατί ήταν αδιανόητο γι’αυτόν να αδικήσει κάποιον.
Κι όταν κάποιες λίγες φορές το έκανε ζητούσε τη συγνώμη τόσο εύκολα.
Δεν ήταν τίποτα γι’αυτόν, ήταν το σωστό, που πάντα έπρεπε να πράξει.
Στην γυναίκα που αγάπησε φερόταν συνήθως σαν παιδί,που αγκαλιάζει συχνά και ζητάει τα πάντα.
Πρόσφερε απλόχερα την αγάπη του και την πρόσεχε σαν ένα πολύτιμο κομμάτι του εαυτού του.
Όσες φορές κι αν θύμωνε,θύμωνε πολύ, όπως ακριβώς την αγαπούσε.
Ήταν ίσως αυτός ακριβώς ο λόγος που θύμωνε μαζί της,επειδή την αγαπούσε και πολύ.
Κι εκείνη πάντα τον φρόντιζε και τον νοιαζόταν.
Περίμενε πάντα υπομονετικά να του περάσει κάθε θυμός.
Και του στέκονταν σε κάθε δυσκολία.
Τα αστεία του και τα χαμόγελα του την έκαναν ευτυχισμένη.
Μόνο αυτό έφτανε, ένα χαμόγελο και η ζεστή φωνή του να της πει σ’αγαπω.
Ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος,ένας άνθρωπος σπάνιος και μοναδικός.
Όσοι τον κράτησαν αγκαλιά και είχαν την τύχη να τον κάνουν φίλο θα τον θυμούνται για πάντα.
JIakovidou