Στέφανος Παπαδόπουλος:” Η τέχνη είναι για εμένα μια διείσδυση στην ουσία της ύπαρξης”
Ο Στέφανος Παπαδόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Σε ηλικία ενός έτους ακολούθησε τους γονείς του στην Καλιφόρνια και όταν έγινε 4 ετών η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου και έζησε για 25 χρόνια. Γαλουχήθηκε από τη μητέρα του και ανατράφηκε με αρχές και αξίες βασισμένες στον ανθρωπισμό και το δίκαιο. Σπούδασε Κοινωνική Οικονομία, Διπλωματία και Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο. Το 1993 αποφοίτησε από τη Νομική. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1997 με μια βαλίτσα γεμάτη γαλλική κουλτούρα και ελληνικές ρίζες. Η αστείρευτη φαντασία του, η ασυμβίβαστη παιδικότητά του και η ανάγκη του για ουσιαστική προσφορά και δημιουργία νίκησαν στη μάχη με τα κοινωνικά πρότυπα του επιχειρηματία που υπήρξε για 15 χρόνια. Εμπνευσμένος από την αγάπη των παιδιών του, δημιουργεί παραμύθια και ιστορίες, που τους διηγείται τα βράδια. Η επιμονή της γυναίκας του τον πείθει τελικά να βάλει τις ιστορίες του σε χαρτί και έτσι γεννήθηκε Η Παχουλή Βατραχίνα, μα και όσα παραμύθια πρόκειται να ακολουθήσουν.
Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε ο Στέφανος Παπαδόπουλος μας είπε ότι θα ήθελε το «Κοσμικό Βαλς» να παρασύρει την σκέψη του στον εμμονικό ρυθμό της αισθαντικής του μουσικής και να αφήνει στον αναγνώστη μια επίγευση συγκίνησης, όπως η μεθυστική ζάλη που ακολουθεί τον ομώνυμο χορό. Για τον Στέφανο Παπαδόπουλο, όταν ανοίγεις ένα βιβλίο, πρέπει να βυθίζεσαι σιγά σιγά στις σελίδες του και όχι να επιπλέεις στην επιφάνεια των λέξεων.
Ας δούμε τι μας εκμυστηρεύτηκε στη συνέντευξή του.
Πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις ΔΕΡΕ το βιβλίο σας με τίτλο «Κοσμικό βαλς». Ποια επίθετα θα χρησιμοποιούσατε για να το χαρακτηρίσετε, κύριε Παπαδοπουλε;
Επιθυμία μου θα ήταν, όταν κάποιος διαβάζει το έργο μου, να μην του έρχονται στον νου επίθετα που θα χαρακτήριζαν το βιβλίο, αλλά επιρρήματα που θα περιέγραφαν την εμπειρία ανάγνωσης του. Να το ζει σα μια σχέση και όχι απλά σα μια γνωριμία. Να αφήνεται στο συναίσθημα και να μη ψάχνει για τα λόγια. Θα ήθελα το «Κοσμικό Βαλς» να παρασύρει την σκέψη του στον εμμονικό ρυθμό της αισθαντικής του μουσικής και να αφήνει στον αναγνώστη μια επίγευση συγκίνησης, όπως η μεθυστική ζάλη που ακολουθεί τον ομώνυμο χορό. Για εμένα όταν ανοίγεις ένα βιβλίο, πρέπει να βυθίζεσαι σιγά σιγά στις σελίδες του και όχι να επιπλέεις στην επιφάνεια των λέξεων. Να ξεμένεις σιγά-σιγά από οξυγόνο, όμως να συνεχίζεις να αναζητάς τα μυστήρια του στα σκοτάδια του βυθού. Γενικότερα πιστεύω πως οποιοδήποτε καλλιτεχνικό έργο, οφείλει να αποφεύγει πάση θυσία το αναμενόμενο και να επιζητά πάντα την ανατροπή.
Ποιο ήταν το πρώτο ερέθισμα που έπλασε στο μυαλό σας την υπόθεση του βιβλίου σας;
Αυτό που με παρακινεί να γράψω δεν είναι -όπως συνηθίζεται- μια αβάσταχτη ανάγκη να φανταστώ ένα υποκειμενικό παρελθόν, αλλά η βαθιά επιθυμία μου να καταγράψω την εμπειρία του μέλλοντος. Έτσι βλέποντας τον μικρό μου γιο να μεγαλώνει και να φεύγει όλο και περισσότερο από την επιρροή μου, επεδίωξα να περιγράψω τον ίδιο και τη ζωή του στο μέλλον. Ήταν για μένα μια απέλπιδα προσπάθεια να απλώσω τη θέληση μου μέσα στον χρόνο για να τον προφυλάξω. Όπως για κάθε γονιό, μου είναι δύσκολο να αφήσω τα παιδιά μου να πετάξουν ελεύθερα, με τα δικά τους φτερά. Θέλουμε πάντα ο άνεμος της αγάπης μας να στηρίζει την πτήση τους, όσο ψηλά και μακριά κι αν βρίσκοντται από την αγκαλιά μας. Το «Κοσμικό Βαλς» είναι ο τρόπος που βρήκα να δώσω στην πνοή μου τη δύναμη που χρειαζόταν για να τον ακολουθήσει στο ταξίδι της ζωής του. Δε γνωρίζω φυσικά αν ο Ξενοφών του αύριο θα μοιάζει με τον ήρωα που παρουσιάζω στο έργο μου, και ειλικρινά εύχομαι να γίνει αυτός που οραματίζεται ο ίδιος και όχι η αποκρυστάλλωση των δικών μου ονείρων για εκείνον. Θα ήμουν ωστόσο ευτυχής, όταν ο ίδιος θα διαβάσει το βιβλίο αυτό, είκοσι χρόνια από τώρα, να γνωρίσει καλύτερα ποιος ήταν ο πατέρας του στο δικό του χθες.
Μέσα στο βιβλίο σας το πραγματικό μπλέκεται με το φανταστικό;
Ο κόσμος του βιβλίου μου είναι ο δικός μας κόσμος, στον δικό μας χρόνο, με ανθρώπους σαν εμάς, απλά σμιλεμένος στις λεπτομερείς από το καλέμι της φαντασίωσης μου. Η Αμαρκάνδη υπάρχει, όπως και η Άλμπα, όπως και ο Λέογκαρ, ακόμα κι αν εμείς δεν τους γνωρίζουμε ή τους ξέρουμε με άλλα ονόματα. Η πραγματικότητα του μυθιστορήματος υπακούει στους ίδιους νόμους της φυσικής και των ανθρώπινων συναισθημάτων με τον δικό μας, ίσως όμως η προσωπική μου ματιά να ρίχνει ένα ιδιαίτερο φως στην αιτιατική διαδρομή που συνδέει τις επιλογές μας με τις επιπτώσεις τους για εμάς τους ίδιους αλλά και για τους άλλους. Στο «Κοσμικό Βαλς» η τύχη (ή η ατυχία) δεν είναι παρά μια φθηνή δικαιολογία που οι πρωταγωνιστές του βιβλίου, από εντιμότητα και αίσθημα ευθύνης, αρνούνται να προβάλουν. Ο Ωκεανός του κόσμου δεν είναι παρά η συσσωρευμένη δημιουργία της θέλησης όλων τον ανθρώπων που ξεχύνεται μέσα του. Θέλω να πιστεύω ότι ο Φουρτουνιασμένος Ωκεανός θα ήταν λιγότερο αλαζόνας αν είχε τη μνήμη πως κάποτε δεν ήταν παρά μόνο της βροχής μια ταπεινή σταγόνα.
Ποιος από τους ήρωες του βιβλίου είναι ο αγαπημένος σας και ποιος σας “παίδεψε” πιο πολύ, διότι απείχε πολύ από τον δικό σας ψυχισμό;
Όπως πολύ καλά το επισημαίνετε, ο καθένας από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου επιδεικνύει σε μεγαλύτερο βαθμό μια από τις πτυχές του χαρακτήρα μου. Γι’ αυτόν τον λόγο ένιωσα άνετα μπαίνοντας στο πετσί του κάθε ήρωα μου. Η μοναδική εξαίρεση είναι ο Ξενοφών, ο γιός μου στο μέλλον, του οποίου την οντότητα αποφάσισα για ευνόητους λόγους να αφήσω αδιάρρηκτη από μένα. Δεν ήθελα να διηγηθώ μια ιστορία σαν συγγραφέας αφηγητής, αλλά να τη βιώσω εκ των έσω, να τη νιώσω, ώστε να καταγράψω τις αντιδράσεις των πρωταγωνιστών σαν προσωπικές εμπειρίες και όχι απλά να φανταστώ πως θα επηρέαζαν έναν τρίτο. Επέλεξα λοιπόν να γράψω κυρίως στο πρώτο πρόσωπο, αλλάζοντας πρόσωπο σε κάθε κεφάλαιο και να χρησιμοποιήσω τον ενεστώτα αντί του πιο συνηθισμένου στα μυθιστορήματα αορίστου. Η ψυχογραφία του Λέογκαρ, του «κακού» της ιστορίας, απαίτησε λίγη περισσότερη προσπάθεια εκ μέρους μου, καθώς ήθελα να προκαλεί ταυτόχρονα τα αντίθετα συναισθήματα της αποτροπής και του θαυμασμού. Αν και αγαπώ πραγματικά όλα τα μυθιστορηματικά μου παιδιά, έχω μια μικρή αδυναμία στον Σεβαστιανό, τον πιστό και αφοσιωμένο οδηγό και μπάτλερ της αγέρωχης Άλμπα. Νιώθω πως εξαιτίας της θέσης του και της διακριτικότητας του χαρακτήρα του τον αδίκησα, βαστώντας τον στα παρασκήνια της ιστορίας. Ίσως μια μέρα εξιλεωθώ προσφέροντας του τον πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ ένα μελλοντικό μου έργο.
Πώς είναι να εκφράζεσαι και να βλέπεις τον κόσμο μέσα από την λογοτεχνία, κύριε Παπαδοπουλε;
Πιστεύω πραγματικά πως ο κόσμος είναι ένα συλλογικό έργο τέχνης, τόσο πλούσιο που μπορεί να προσεγγιστεί μόνο μέσα από την τέχνη. Ίσως μου είναι προσωπικά πιο εύκολο να τον διαβάσω μέσα από τη λογοτεχνία και να εκφράσω ο ίδιος τον θαυμασμό μου μέσα από τα λόγια. Άλλοι επικοινωνούν με την αλήθεια του κόσμου μέσα από τη μουσική ή τη ζωγραφική, τον χορό ή το θέατρο. Η τέχνη είναι για εμένα μια διείσδυση στην ουσία της ύπαρξης. Ο δικός μας τρόπος να ισορροπήσουμε λίγο ανάμεσα στον ίλιγγο ενός απύθμενου υπαρξισμού και την κενότητα ενός ξέφρενου υλισμού. Αυτός είναι και ο λόγος που η δημιουργική διαδρομή κάθε καλλιτέχνη –όπως το έχει αποδείξει περίτρανα η αφηρημένη τέχνη- τον οδηγεί νομοτελειακά προς την απλότητα. Τα περίτεχνα και πολύπλοκα περιτυλίγματα απλώς μας απομακρύνουν τελικά από την διαχρονική και οικουμενική ουσία του πρωταρχικού φωτός που ονομάζουμε ψυχή.
Η εποχή μας θα μπορούσε να σας εμπνεύσει για κάποιο επόμενο μυθιστόρημα;
Η εποχή μας δεν είναι διαφορετική από άλλες εποχές που προηγήθηκαν ή που θα ακολουθήσουν. Όπως έλεγε μια μεγάλη κυρία -η μητέρα της μητέρας μου- που είδε έναν αιώνα να περνάει απ’ τη ζωή της, “ο χρόνος κυλάει, οι άνθρωποι δεν αλλάζουν”. Υπήρξαν επιδημίες, και επιδημίες θα υπάρξουν. Όπως και υπάρχουν και θα υπάρξουν πόλεμοι και φυσικές καταστροφές. Όπως φυσικά υπάρχουν ηλιόλουστα πρωινά γεμάτα ελπίδα και ρομαντικά δειλινά γεμάτα νοσταλγία. Αυτό που μας εμπνέει, δεν η ίδια η καταστροφή ή η αναγέννηση που την ακολουθεί. Εμείς συγκινούμαστε από το συναισθηματικό και πνευματικό αποτύπωμα που αφήνει η κάθε τρικυμία στη ψυχή του ανθρώπου ναυαγού της ζωής που όλοι είμαστε. Η μεγαλύτερη έμπνευση για εμένα είναι η στιγμή που η στεριά αχνοφαίνεται μέσα από την ομίχλη, για τον καθένα από μας.
Όταν τελειώνετε τη συγγραφή του κάθε βιβλίου σας, ποιο είναι το συναίσθημα που σας κατακλύζει και πώς αποφορτίζεστε απ’ αυτό, για να προχωρήσετε στη συγγραφή του επόμενου βιβλίου σας;
Σε κάθε έργο που δημιουργούμε εναποθέτουμε ένα κομμάτι μικρό ή μεγάλο του εαυτού μας. Ένα κομμάτι που ξέρουμε πως θα μας λείψει, αλλά που γνωρίζουμε ότι θα μπορέσουμε να πάμε να το επισκεφτούμε όποτε το θελήσουμε. Δεν το ξεχνάμε, δεν το αποκληρώνουμε, απλά το αφήνουμε να ζήσει ανεξάρτητα από εμάς, με υπερηφάνεια, μια νέα ύπαρξη ελεύθερη. Η ελευθερία του, και δικιά μας ελευθερία. Ένας νέος ισότιμος δεσμός που μας αποδεσμεύει σταδιακά από την προηγούμενη σχέση εξάρτησης του δημιουργού με τη δημιουργία. Αυτή είναι η μαγεία της δημιουργίας, και της αγάπης, όσο πιο πολύ δίνεις από τον εαυτό σου, τόσο πιο πλήρες να νιώθεις. Για μένα δεν υπάρχουν κενά αέρος στη λογοτεχνική μου πτήση. Κάθε τέλος ευπρόσδεκτο, καθώς σηματοδοτεί μια νέα αρχή. Μια νέα αρχή που ξεκινάει το πέταγμα της με έναν αέρα εμπιστοσύνης, έχοντας τα μεγάλα αδέρφια της για να στηρίξουν τα πρώτα φτερουγίσματα της.
Αφήνεστε στις επιλογές της μοίρας ή ο ίδιος κατευθύνετε τη μοίρα σας;
Η ζωή είναι ωραία, και όποιος την επινόησε είναι καλλιτέχνης κι ευεργέτης. Το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε για να τον ευχαριστήσουμε για το δώρο που μας δόθηκε και να δικαιώσουμε το έργο του, είναι να προσφέρουμε πάντα το καλύτερο του εαυτού μας για να κρατήσουμε αυτή την ομορφιά ακμαία. Είμαστε προικισμένοι, προικισμένοι με ταλέντο και προικισμένοι με ευθύνη να κρατιόμαστε στο ύψος των προσδοκιών που γεννιούνται με εμάς. Να μεγαλώνουμε μέσα από την ενσυναίσθηση του νιώθω και του μοιράζομαι, με τη σειρά μας να δίνουμε το παράδειγμα και πρώτοι απ’ όλους να το ακολουθούμε. Οφείλουμε πάνω απ’ όλα το αποτύπωμα μας στον καμβά να έχει της καθαρές γραμμές της ακεραιότητας, διότι στον πίνακα της ζωής μας η εικόνα έχει τόση σημασία όση και η υπογραφή.
Βασιλική Ευαγγέλου- Παπαθανασίου