Είχε χαρά
Χρόνια μπαινόβγαινε στα μέσα του.
Σχημάτιζε αυλές με ασβέστη και κόκκινα γεράνια πίσω απ’ το μέρος της καρδιάς.
Άλλες φορές πάλι, τότε που ‘καιγε ο νους απ’ τη δίψα,
έπαιρνε φουρκισμένος λίγο ουρανό και ζωγράφιζε λουλακιά κύματα στις φλέβες.
Φύτευε όνειρα κάτω απ’ το δέρμα.
Έσκαβε ακούραστα τη σάρκα κι έφτιαχνε φράγματα δροσερά
να αναχαιτίζουν το χέρσο της νύχτας που πολιορκούσε το στέρνο του.
Μενεξεδιά, ροδόχρωμα φράγματα κρατούσαν το κορμί του μακριά απ’ τις στάλες της ανυπαρξίας.
Κάτι φόρες έκλεβε πουλιά και τα έβαζε ανάμεσα στα πλευρά.
Εκεί να δεις τότε τιτιβίσματα χαράς σε κάθε ανάσα…
Εκεί να δεις πως ανεβοκατέβαινε η καρδιά, δυο δυο τα σκαλοπάτια της ελπίδας.
Μέχρι τις πατούσες έφταναν οι χτύποι.
.
Τον βρήκαν ένα πρωί να κάθεται κατάχαμα.
Η ματιά του κοιτούσε ίσα στα εντός του, εκεί που το περβολάκι του άνθιζε τις πεθυμιές.
Τα χέρια του ήταν βαμμένα ακόμη απ’ το γαλάζιο.
Λίγο κόκκινο έσταζε στην άκρη απ’ το χείλι, μα χαμογελούσε..
Είχε καρπίσει η ροδιά του…
Είχε χαρά…
.
Μόνο μια μικρή, ανεπαίσθητη ρυτίδα στο μέτωπο φανέρωνε την έγνοια του.
Ποιος θα μπαινοβγαίνει τώρα μέσα του να φροντίζει το λυτρωμό του ;
Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου